λογομαχικός

λογομαχικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογομαχία, αυτός που γίνεται με λογομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογομαχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1760 στον Γεώργιο Φατζέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”